Η μήτραινα στον Μήτσο της τούτα
τού λέει μιά μέρα :
《Μήτσιομ γιατί δεν κνάς τού
γκόλους απ'γκαρέκλα ;》
-《Τί θελτς νά κάνου Μάρουμ'
τί θέλτς νά κανου γνιέκα ;》
Έτσι απάντησε ο Μήτσος
μά καί τί νά πεί ό καημένος.
《Σήκου, σηκου νά πάς νά δείς
τούν υπουργό.》Κείνη τού ξαναλέει.
- 《Βρέ γνιέκα, τί μού λιές ;
Εινει κιρός τώρα νά πάου
τουν υπουργό νά δού ;
Καλά ριέ γνιέκα κι τί νά τ'πού
ιγώ τουν υπουργό ; Μήπους
μήπους θά μη θμάτει κι ολας; 》
~ 《Δυό χρόνια άντραμ' κάθιτι
τού πιδί χουρίς δλιά , αυτό νά
νά τπείς τουν υπουργό που'χει
γιουμάτη την γκλιά 》
******* ****** ******
Τήν άλλη μέρα χάραμα αποφασίζει
ό Μήτσος νά πάει στην πρωτεύουσα
νά δεί τόν υπουργό, καθώς
τόν είχε βέβαια καί λαδοαδερφό .
Δύο ντουρβάδις γιόμουσει
ουκάδις τά πισκέσια ....
Μιτζίθρις κι ανθουτύρια
κιφαλουτίρ κι λάδι ....
Αυτά είχει στούν ένα ντουρβά .
Στούν αλλουν δυό κουτόπλα ,
δυό ουκάδις τραχανά, κι ένα
μικρούτσκου χνάρι :
Ζαλόθκει τούς ντουρβάδεις
σανάτανι γαιδούρι, γιά τούν
σταθμό τραβάει ξιώντας κι τού πιγούν .
Κι επιτέλους έφτασε ου Μήτσιους
στήν Αθήνα ....Ση μιά ταβέρνα
στάθκει , κι έκατσει νά πχιεί καμιά ρετσίνα
Ύστηρας φουρτόθκει πάλι τσ'ντουρβάδις
τήν ντραγιάσκα στου κιφάλι κι μνιά κι δγυό
γιά τού υπουργείου τραβάει ...
Μπήκει μεσ'τού κτίριου κι βλέπ μη
τρόμου ου φουκαράς πώς περιμέναν
Κι άλλοι νά δούν τουν υπουργό ....
Πάει σ'έναν κι τ'λέει ;
《Δέ μή λές γιά νά χαρείς, κί σύ τούν
υπουργό ήρθητσ ' νά δεις ;
Ικείνους τουν απάντσι κνόντας τού κιφάλι .
Σε λίγο άνοιξε ή πόρτα καί βγαίνουν
από μέσα δύο άντρες .....
Πρίν φύγει κουνταστάθκει κι λέει
στουν υπουργό :
-《Κύριε υπουργέ όπως είπαμε
τό συντομότερη νά γίνει ή δουλειά.》
-《Ναί, ναί Γιώργο μείνε ήσυχος》
Τον απάντησε ό υπουργούς
εκείνος έφυγε κλείνοντας
πίσω του την πόρτα ..
Πάει η Μητσιους νά μπεί
-《Έ ϊ ! του λέει ένας πού στεκόταν
έξω απ'την πόρτα, μη κατ κουλουμέρια
σα βιδούρις .
-《 Πού πάς ρέ μπάρμπα ;》
-'《 Πάου νά δού τουν υπουργό, δεν βλέπς ;》
τ'απάντσι ο Μητσιος
Εικείνους μη τά κουλουμεργια σά βιδούρις
χαμουγελούσ κατ'απ'του μουστατάκιτ ...
Άναψη ου Μητσιους ου λιβέντς κι τ'λέει
-Δέν βλέπς μουρέ που είμι φουρτουμένους
σαν τού μπλαρ; αλλά πού να πάρς εισι χαμπάρ 》
-《Ρέ, μπάρμπα δεν κατάλαβες άν θές νά δείς
τόν υπουργό στάσου μέ την σειρά σου .》
Τά μάτχια τ'Μήτσιου άστραψαν
αφήν'κατ τσ'τουρβάδις
κι λέει με μνιά φουνάρα !!!!
- 《Ούλοι ιδώ σν Αθήνα ίστει μασκαράδις》
-《Μά κυριε,》τού λέει ικίνου τού
θριφτάρ που'χει κατ κόλους
τρανίτιρους κι απ'τού μπλάρ .
- 《Κιργιά κι λιβάνιασ παλιού
χαραμουφάι, που κάθισι όξου
αμ'μπόρτα σα νάσι κάνα ζαγάρ 》
**** ***** ****
-《 Γιάννη !》 φώναξε ό υπουργός,
《Γιατί όλη αυτή ή φασαρία ;》
-《Ένας χωριάτης κύριε υπουργέ,
θέλει γιά νά σας δεί 》
-《Νά περάσει τώρα 》, λέει ό υπουργός.
Φουρτόθκει πάλι τους τουρβάδις
κι πρίν μεσ'τό γραφείο μπεί
λέει τούτα τ'Γιάννη:
《 Ισένα βρέ μαντρόσκλου πού
συ λεν κι Γιάννη πρέπει νά
συ μαυρίσου αλλά δεν έχου
τού τιγάν γιατί τού λογους
πρέπ νά ισυ μασκαράς
να μη συ που κι κιρατάς》
****** ***** *******
Μπαίν ου Μήτσιους κι ακουμπάει
κατ'τσ'δυό τουρβαδεις .
Βγάζει ντραγιάσκα καλημερίζει
τουν υπουργό .
-《ιμη ού Μητσιους ου Μιτζίθρας
μή θυμάσει κυρ υπουργέ ;》
-《 Δέν μου λέει τίποτα τό όνομα
αλλά πές μου τί σ'έφερε ώς εδώ; 》
- 《 Ήρθα ιδώ κυρ υπουργε νά σί
παρακαλέσου νά βρείς δλιά στού γιόμ
πού απουλίθκει δυό χρόνια απ 'τούν
στρατό κι ένα μηρουκάματου
δέν έκαν' ακομα .
Κι μήν ξεχνάς ούλου τού σώη
τού ψίφσει αυτό τού κομμα
πού σ'έκανει σένα υπουργό ...
Νά, κι ή μάναμ σ'έστειλει τούτα
τά πισκέσια : Μιτζίθρις, Ανθουτύρ,
κιφαλουτύρ, λαδ, κουτόπλα ,
κα'να δγιό, τραχανά κι ένα
χνάρι,.》
-《Καλά όλα καλά κύριε Μιτζίθρα
είπατε; 》
Νιέ είπαμει κι ξείπαμει
κυρ υπουργέ.
Έ ! ούτι τ'όνουμ
δέν συ λέει τίπουτας ; Μού τού λές
αδιάντρουπα κι ξητσίπουτα.
Ιγω ομους συ θυμάμι , ούτι
σύ ξέχασα πουτές , αλλά τώρα
νά στά θμήσου ...
Είσαστε πέντε αδέρφκια ...Ισυ
ήσουν τού μικρότιρου, απ'οτις
σύ θυμάμι κι τού παλαβότιρου .
Ού πατέρσμ λοιπόν ού Θύμιους
Μιτζιθρας ήτανι ού νονόις .
Κι σύ απ'οτι βλέπου τούν
ξιαστόεισεις ιντιλός .
Τί ήρθα ιγω νά κάνου κι απού σένα
τί νά δού κι τί νά ζτήσου ;
Λάθους σ'μπόρτα μπήκα ...
Βουτάει οι Μητσιους τουν ένα τουρβά
αρπάζ κι τουν αλλουν .
Ίσια κοιτάει τούν υπουργό
ισια στά μάτια μέσα ,
Κι μί λιβέντικη φουνή
τού λέει γιουμάτι μπεσα :
《Νάσει καλα κυρ υπουργέ
καλέμ λαδουαδερφέ
πού εχς ξιχάις κι τού νουνόις
εχς ξηχάις κι τού χουργιός .
Όποιους ξειχνάει ντ'κούνια του
μαύρη θα'νει κι Πούλια του
κατάχλουμα τ'αστέργια
όσου τουν τόπου κυβερνούν
όπους ισύ ξιφτέρια ....
Κι πούσι κυρ υπουργέ άν πάλι
άν πάλι κουπιάϊς νά ρθεις στού
χουριο μπούρδης μήν αραδιάϊς
γιατί ιμεις ή αγρουτιά
έχουμι μπέσα κι καρδιά
κι εύκουλα δεν ξιαστουχάμει,
όσοι μας κουρουϊδεβουν
κουδούνια τους κριμάμε :
ΥΓ : Τά ρουσφέτια καί η πολική
που δυστυχώς διαιωνίζεται καί
ούτε πρόκειται ποτέ νά σταματήσει
τό λεγόμενο πελατειακό κράτος !
Υπέροχο και επίκαιρο
ΑπάντησηΔιαγραφή