Ο Θεοκλής , ή ό Θεόκλητος νά τόσο δα ανθρωπάκι. Αλλά
από νεύρα καί ζοχάδα μέ τό παραμικρό αρπάζεται.
Πρωΐ μπαίνει στό καφενείο τής γειτονιάς καί μέ ύφος
δικτάτορα δίνει τήν παραγγελία στό γκαρσόν. Τό γκαρσόν
είναι ένας νεαρός συμπαθητικός επαρχιώτης . * Μικρέ *.
( Μάλιστα κύριε ). Απαντάει ό νεαρός .* Ένα καφέ βαρύ στό
χοντρό * ( Αμέσως έρχεται ) καί σέ λίγο αφήνει τόν καφέ
καί τό νερό στό μαρμάρινο τραπεζάκι. Ύστερα στράφηκε
σέ άλλο πελάτη, ό οποίος κάθισε σχεδόν απέναντι από
τόν Θεοκλή δίνει καί αυτός τήν παραγγελία του .
' Σέ παρακαλώ παιδί μου , φέρε μου ένα μέτριο καφέ .
Μάλιστα κύριε τού αποκρίθηκε ό νεαρός καί κατευθύνθηκε
πρός τόν μπουφέ. Ό Θεοκλής κοίταξε μάλλον βλοσυρά αυτόν
τόν κύριο, φαίνεται τόν ζοχάδιασε ή ευγένειά του . Ανάβει τό
τσιγαράκι, τραβάει μιά βαθειά ρουφιξιά καπνό καί τόν άφησε
νά φύγει από τά ρουθούνια, έτσι πού έμοιαζε σάν Ερυμάνθιος
Κάπρος . Παίρνει καί μιά τζούρα καφέ, πιπιλάει καί λίγο τά
χείλια του ... Μπά κάτι δέν τού άρεσε καί αμέσως δέν άργησε
* Μικρεεέ ... έλα εδώ * Μάλιστα κύριος έφτασε τού αποκρίθηκε
πρόσχαρα ό νεαρός σερβιτόρος . Πήγε κοντά του καί τού λέει
Μέ ζητήσατε κύριε ; * Ναί ρέ , σέ ζήτησα , τί μάπα καφές είναι
αυτός; * Δέν ξέρω κύριος ό καφές είναι μπράβο αυτός κύριε
πού λένε κάθε γουλιά καί μπράβο.
Δέν άντεξε άλλο ό Θεοκλής ό ζοχαδιακός * Άκου ρέ βλαχαντερό ,
εδώ πού ήρθες στήν Αθήνα νά προσέχεις καί νά λές λίγα,
ντουπεκιά σου τώρα καί άντε αμόλα καλούμπα *
Ο νεαρός κάπου στά χαμένα κοίταξε τούτο τό ανθρωπάκι , ώσπου
πάλι εναχλήθικε ό ζοχαδας * Τί μέ κοιτάς ρέ σάν χάνος , άντε
σπάσε από μπροστά μου * Μάζεψε τούς ώμους του ό νεαρός
καί κατευθύνθηκε πρός τόν μπουφέ. Τώρα ό ζοχάδας αντιλήφθηκε
πώς ό κύριος πού έκατσε πρίν λίγο απέναντί του τόν κοίταζε
κάπως διακριτικά. Καί δέν άργησε ό Θεοκλής νά ζοχαδιαστεί πάλι.
Καί λέει στόν άγνωστο πού κάθετε απέναντί του και έχει τό
θράσσος νά τόν κοιτάει; * κύριος πολύ μάτι με κάνεις. Τρέχει
τίποτες; Όχι , τού αποκρίθηκε εκείνος , μαζεύοντας τούς ώμους του.
Τελικά πλήρωσε τόν καφέ του ό ζοχάδας , βγήκε έξω καί πήγε
στήν στάση τών λεωφορείων .
************* ********** ************
Ήρθε τό λεωφορείο, μπήκε μέσα ό Θεοκλής και κάθισε, στήν πιό
πάνω στάση μπήκε καί μιά λίγο ευτραφέστατη κυρία καί τσούκ
κάθησε δίπλα του ...τόν στρίμωξε λίγο τόν Θεοκλή καθώς τά
μπούτια της ήταν μπουτάρες καί ό ζοχαδιακός δέν άντεξε .
* Μάζεψε κυρά μου τίς μπουτάρες σου . Θά μέ λιώσεις *
( Τί λές ρέ χάνε ; καί γυρίζει ή χοντρή κυρία δίνοντας ένα χαστούκι
στόν ζοχάδα. Τό τί έγινε στό λεωφορείο εδώ δέν λέγεται ούτε,
περιγράφεται. * μωρή χαμούρα μωρή καριόλα μωρή που...Καί τόσα
άλλα κοσμητικά επίθετα, ώσπου στήν άλλη στάση κατέβηκε τριβοντας
τό μαγουλό του γιατί τό χαστούκι τόν έπιασε γιά τά καλά .
********** ********** ***********
Σέ λίγο βρίσκεται στήν ψαραγορά καί κοιτάζει γιά φρέσκο ψάρι.
Όπως κοίταζε τά ψάρια έπιασε ένα καί τό άνοιξε τίς μεμβράνες .
(( φρεσκότατα , σπαρταράνε ! τού λέει σέ μαγκικη αργκό ό ψαράς :
Καί συνέχισε νά φτιάχνει εκείνα τά χωνιά μέ εφημερίδες νά δώσει
σέ άλλους πελάτες πού μόλις ήρθανε. Καί μάλιστα ό ψαράς μιλάει
τώρα μέ μία κυρία (( Κυρία μου φρεσκότατα μπαρμπούνια, λιθρίνια,
γάβρος μοσχοβολάνε θάλασσα )) καί κάπως υπονοούμενα ξεφώνησε,
(( Όλα σαλεύουν ,όλα σαλεύουν ))
Ό Θεοκλής κοίταξε τόν ψαρά καί σκεφτόταν πώς νά τού βάλει χέρι
γιατί πίστεψε σάν πελάτη δέν του έδωσε καί πολύ σημασία.
Ό ψαράς πάλι φώναξε (( Περάστε, περάστε, φρέσκα ψάρια όλα
σαλεύουν, όλα σαλεύουν ))
Τό μυαλό σου σαλεύει , τραύλισε μέσα από τά δόντια του ό ζοχάδας ,
καί δίνει τήν παραγγελία *Ένα κιλό γάβρο* πράγματι ο ψαράς
γεμίζει μέ τήν χούφτα του τό χωνί τής εφημερίδας καί τό ρίχνει
στήν ζυγαριά. ((Ένα κιλό κύριος καί κάτι )) * Τό κάτι, τί είναι ;
ρώτησε ζοχαδιασμένος ό Θεοκλής τέσσερα ευρωπουλα κύριος
*Τί λές ρέ τέσσερα ευρωπουλα δηλαδή πουλάς γάβρος γιά
λιθρινι ( Άντε ρέ πάγενε νά φας κονοπίδι πού είναι φθηνό του
αποκρίθηκε ό ψαράς καί άδειασε πάλι τόν γάβρο στήν ψαροκασέλα .
Γεμάτος ζοχάδα ό Θεοκλής προχωρούσε μέσα στήν ψαραγορά .
Σχεδόν ήτανε στήν άλλη έξοδο , όταν σταμάτησε στό τελευταίο
ψαράδικο ((Γόπα φρέσκιααα ) διαλαλούσε ένα κοντό ανθρωπάκι νάνος,
Κάτι τού είπε τό αφεντικό από μέσα καί αμέσως ό κοντός ανθρωπάκος
πήρε ένα παιδικό ποδήλατο. Είχε πίσω μία σχάρα καί ένα ξύλινο
κιβώτιο πού έγραφε ( τό Γιαννάκι έρχεται )
Έριξε μέσα κάτι ψάρια καί μετά μέ κάτι ζικ-ζακ εξαφανίστηκε .
Βγήκε τώρα τό αφεντικό νά εξυπηρετήσει τόν Θεοκλή, ό οποίος
κοίταζε τίς αναγραφόμενες τιμές σέ κάτι άσπρα χαρτονάκια .
Άσπρισε από τό κακό του ό ζοχάδας καί μή άλλο αντέχοντας λέει στόν
ψαροπώλη * Τί γίνεται ρέ, θά φάμε κι εμείς ψάρι καμιά φορά ;
Τί τιμές είναι αυτές
(( Κύριος αυτές είναι οι τιμές, πόσο καιρό έχεις
νά φας ψάρι ;)) Έ, αυτό ήταν άναψε ό ζοχάδας *Νά , ρεεέ ...νά ρέ * Καί
έδινε μούντζες στόν ψαρά. Δέν άργησε καί κείνος βουτάει ένα χταπόδι
από μπροστά του (( Νά ρέ, μάπα , πού θά μέ μουντζώσεις εμένα ))
Καί τού τό κόλλησε στήν μούρη τού ζοχάδα .
*************** *************** ************
Τά μαζεύει καί έξαλλος σέ λίγο βρέθηκε στήν λαχαναγορά, κάνα
χορταρικό ίσως νάνε καλύτερα, θά σκέφθηκε, διότι πολύ τόν ζοχάδιασαν
οί ψαράδες . Καί αντί ψάρι ό Θεόκλητος πείρε ένα λάχανο μάπα καλό γιά
γιαχνί σκέφθηκε. Καί ρίχνοντας μιά ματιά στό μανάβη τού λέει καλό τό
χορταρικό αλλά τό ψάρι καλύτερο. Δέν τού απάντησε ό μανάβης καθώς άλλος
πελάτης μπήκε μέσα. Εφηγε ο ζοχάδας χωρίς ακόμα νά ηρεμήσει τό θηρίο
πού κρύβεται μέσα του ...