Νέος βάδιζε γοργά, κι όλο ξοπίσω του κοιτάει "
Θαρρείς κανείς τόν κυνηγά, μά ίσκιος του ακολουθάει *
Δισάκι στόν  ωμό του βαρύ, φαίνεται κουβαλάει...
Μοιάζει κουράστηκε πολυ καί κάτω τό ακουμπάει "
Παίρνε ανάσες βιαστικές, τά στήθια του φουσκώνει  ...
Καί πάλι τό δισάκι του στόν ωμό του φορτώνει  :
Πάλι βαδίζει βιαστικά σάν κάτι θέλει νά προφτάσει  ...
Κάποια πηγή βλέπει μπροστά, στέκει νά ξαποστάσει !
Ήπιε νερό δροσίστηκε,  έβρεξε τό κεφάλι "
Καί  ένα ξεροκόμματο  βγάζει απ'τό ταγάρι. 
Βρέχει τό ξεροκόμματο κάτω σταυροποδιάζει
Νά σου κι ένας γέροντας τον νέο πλησιάζει  ...
"Γειά σού βρέ καλόπαιδο" Καλόστωνε τόν γερό ,
γέροντα κάτσε πού πάς ; Πιές νερό κι έλα νά σάς. 
Την κεφαλή σου δρόσισε, καί έλα νά τά πούμε, 
τούτο τό ξεροκόμματο  μαζί  νά μοιραστούμε *
--Στέκεται ό γέρος σκεφτικός βαριά σαν συλλογιέται *
Κουνάει τό κεφάλι του, στον νέο ανταποκριέται *
"Λεβέντη κράτα τό ψωμί,  στον δρόμο μήν πεινάσεις  ...
Είναι μεγάλος καί μακρύς στό τέλος του νά φτάσεις *
--Γέρο  δεν σέ εννόησα, αλήθεια * μά τον Δία  !
Εγώ στήν πείνα άντεξα  καί στην κακοτυχία ...
"Πάψε,  μήν είσαι βλάστημος, καί  νά μήν κακολογάς 
Είσαι νέος καί δυνατός  γιά κακοτυχίες μην μιλάς  "
--Γέρο θαρρώ πώς μιλάς, σαν χρόνια  με γνωρίζεις *
"Γιέ μου νά με συμπαθάς μά μήν κακοτυχίζεις "
" Γιατί έχεις ακόμα αρκετό, δρόμο νά βρείς  μπροστά σου !
Άν  από τώρα  βλαστημάς σκέψου  στά γηρατιά σου "
--Δέν ξέρω αλήθεια  πού τό πάς, καί κόντρα με πηγαίνεις, 
σου είπα  κάθησε νά  φάς, μά ακόμα μέ παιδεύεις *
"Παιδί μου άκου  νά σού πώ είσαι  γερός καί  νέος  !
Μά άκου  γέρου συμβουλή καί άς  μήν τόχεις χρέος "
--Δέν θέλω άλλες συμβουλές, άδικα χάνεις τόν καιρό, 
καί πάψε γιά  νά  μου τις λές, είναι καιρός  νά σηκωθώ *
Κούνησε ακόμα  μιά φορά ό γέρος  τό κεφάλι...
Καί είπε στόν νέο σιγανά , μιά συμβουλή μεγάλη "
"Παιδί μου όταν  βιάζεσαι σιγά  γιά  νά  πηγαίνεις *
Όλα  νά τά στοχάζεσαι, παντού όπου  διαβαίνεις "
"Άν έχεις τώρα τήν ορμή, σε σπρώχνουνε τά νιάτα "
-Γέροντα λέει τό παιδί  ένα  λεπτό  σταμάτα  :
--Γιά πέσμου εσύ τί έκανες, σάν ήσουν παλικάρι ;
Ο γέρος χαμογέλασε, στοχάστηκε καί παλι *
"Ύστερα απ'τό  γιλέκο του τήν ταμπακέρα βγάζει  ...
Κι αργά, αργά,  στήν μύτη του, λίγο  ταμπάκο βάζει:
"Μέ ρώτησες τί έκανα σάν ήμουν  παλληκάρι...
Μάθε γιέ  μου δεν κλείνονται τά  νιάτα  σέ   πυθάρι "... 
--Γέρο  θαρρώ  φιλοσοφείς δέν σέ  καταλαβαίνω, 
Κι αυτό  πού θέλω  νά  μού πείς απόκριση  δεν παίρνω  :
"Γέλασε τώρα δυνατά απ'την καρδιά του ό γέρος *
Τήν απορία στήν ματιά, βλέπει  πώς  έχει ό νέος:
"Ακου παιδί  μου νά  σού πώ, πρίν την ζωή  μου μάθω 
πέρασα δύσκολα κι εγώ κι είχα πολλά νά  πάθω "
"Νιάτα αδάμαστα κι εγώ, είχα  πρωτού γεράσω,
μά  γιά  νά  φτάσω  ώς εδώ, ήταν  νά δοκιμάσω "
"Γιατί  όπως  βλέπεις γέρασα καί  δύναμη  δεν έχω  ...
Πολλές  φουρτούνες πέρασα, κουράστηκα νά τρέχω "
Πρωτύτερα σού  είχα πεί, δέν κλείνονται ποτέ 
τά  νιάτα  σέ πυθάρι είναι σάν το λυχνάρι "
"Σιγά τό λάδι σώνεται ή φλόγα  τρεμοσβήνει
σαν τελειώσει  ολότελα, τότε  γιά πάντα σβήνει"
"Έτσι τά  νιάτα σώνονται, χάνονται μεσ'τά  χρόνια  ...
Και οι ελπίδες  σβήνουνε σάν έρθουνε τά  χιόνια "
--Γέρο μου , στάσου  νά χαρείς,γιά πέσμου, πρίν γεράσω,
στον δρόμο  πού έφτασες εσύ, εγώ  θαρρείς  θά  φτάσω  ;
"Παιδί  μου σέ  συλλογισμό σε έβαλα  μεγάλο "
Όμως  καί τούτο θά σού πώ ποιός  κράτησε  τον χάρο " ;
"Ό,τι σού γράφει  ή  μοίρα σου εκείνα  θά περάσεις  ...
Όσπου  στο τέλος τής ζωής τό γράφει  γιά  νά φτάσεις "
"Τό σήμερα τό γνώρισες, τό αύριο  ποιός ξέρει;
Τί έχει τάχα ή  μοίρα σου, καί θέλει  νά στό φέρει !
"Μπορεί νά  έρθει  μέ χαρά, ίσως  σού δώσει  λύπη 
εσύ θά  αφήξεις τήν καρδιά μήν  βλαστημάς τήν τύχη "
--Γέροντα,  σέ  συλλογισμό μέ έβαλες  μεγάλο  *
Πρέπει καλά  νά το σκεφτώ στόν δρόμο μου πού πάω *
"Τράβα  παιδί μου  στό  καλό καί  έχε  πάντα  ελπίδα *
Γιά τόν κόσμο όλων εδώ ό ήλιος  έχει  αχτίδα " !
"Θυμήσου  μόνο  στή  ζωή, όπου πάς κι όπου διαβείς
Όλοι ήμαστε  περαστικοί καί στά παιδιά σου  νά τό πείς "
--Νά'σαι καλά  ορέ  γέροντα χιλιόχρονος νά  ζήσεις *
Καί  δώσε  πάντα  συμβουλές σε νέους  όπου συναντήσεις *
Γέρος  καί  νιός κοιτάχτηκαν στά  μάτια  μέ αγάπη *
Στά  μάγουλα  καί τών δυονών κυλούσε κάποιο δάκρυ *
Δημήτρης Κεραμίδας 
13/4/21
Copyrite 

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου